- Νειλεῖον
- Νειλεῖον, τό,A temple of Νείλεως or Νειλεύς ([etym.] Νηλεύς) (founder of Miletus), IG12.94.27 (written Νελ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Νειλείον — Νειλεῑον, τὸ (Α) ιερό προς τιμήν τού Νείλεω ή Νειλέως, οικιστή τής Μιλήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νειλεύς + κατάλ. εῖον (πρβλ. Ερμ είον)] … Dictionary of Greek